Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΕΤΑ


Η μάχη του Πέτα ήταν μία από τις μάχες του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων του 1821

Έλαβε χώρα κατά το δεύτερο έτος της επανάστασης, στις 4 Ιουλίου του 1822, στο χωριό Πέτα, 5 χιλιόμετρα ανατολικά της Άρτας

Εμπλεκόμενες πλευρές ήταν οι Έλληνες αγωνιστές, συνεπικουρούμενοι από το Τάγμα των Φιλελλήνων, και ο οθωμανικός τακτικός στρατός συεπικουρούμενος από σώματα ατάκτων μισθοφόρων Τουρκαλβανών. 

Η έκβαση της μάχης ήταν ολέθρια ήττα Ελλήνων και Φιλελλήνων, και οι συνέπειές της υπήρξαν ιδιαίτερα δυσάρεστες για τους Σουλιώτες και για τη συνέχιση του απελευθερωτικού αγώνα στην Ήπειρο.




Κινήσεις πριν τη μάχη

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που ήταν πρόεδρος του Εκτελεστικού, «ήρχισε τον ανταγωνισμό προς τον Δ. Υψηλάντη, τον οποίον ήθελε να υπερτερήση και ως στρατιωτικόν».[1] Στις 9 Ιουνίου, ο Μαυροκορδάτος έφτασε στο Κομπότι με 3.000 άνδρες, ανάμεσά τους και το τάγμα του τακτικού στρατού με 560 άνδρες, οι 93 από αυτούς Φιλέλληνες. Στις 10 Ιουνίου, οι Τούρκοι βγήκαν από την Άρτα, αλλά η ελληνική πλευρά τούς αναχαίτισε έως το Κομπότι. Ξεχώρισε για την ανδρεία του ο Γερμανός στρατηγός Νόρμαν.
Ο στρατάρχης Μαυροκορδάτος έστειλε τον Μπότσαρη με 1.200 άνδρες προς βοήθεια των Σουλιωτών. Οι υπόλοιποι 1.500, χωρίς τον Μαυροκορδάτο, προχώρησαν προς την Άρτα, καταλαμβάνοντας το Πέτα. Ο Ομέρ Βρυώνης συνάντησε το ολιγάριθμο στράτευμα του Μπότσαρη στην Πλάκα, στις 29 Ιουνίου, όπου δόθηκε η Μάχη της Πλάκας. Οι Οθωμανοί υπερίσχυσαν και ο Μπότσαρης οπισθοχώρησε στο Πέτα έχοντας χάσει 100 άνδρες.
Ένα άλλο λάθος που έκρινε την τύχη της μάχης, ήταν η στάση των Ευρωπαίων απέναντι στον τρόπο πολέμου με τους Τούρκους. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί συμβούλεψαν τους Φιλέλληνες να κάνουν ταμπούρια (οχυρώματα) και αυτοί απάντησαν πως «έχουν τα στήθη τους για ταμπούρια και πως ξέρουν και αυτοί να πολεμούν».[εκκρεμεί παραπομπή] Έτσι πολλοί οπλαρχηγοί αποχώρησαν από το Πέτα, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Γ. Κολοκοτρώνης.



Ιστορικό

Μετά τη θανάτωση του Αλή Πασά από εκτελεστικό απόσπασμα του Χουρσίτ Πασά, κατ΄ εντολή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β' στις 24 Ιανουαρίου 1822, και τη διάλυση του Πασαλικίου των Ιωαννίνων που επακολούθησε, η κατάσταση των Σουλιωτών άρχισε να επιδεινώνεται. Η δε Συμφωνία του Πέτα (1821), που αφορούσε συμμαχία των Σουλιωτών με τους Τουρκαλβανούς, είχε πάψει να υφίσταται μετά από ραδιουργίες του Αλβανού πασά Ομέρ Βρυώνη. Υπό τις συνεχείς πιέσεις του Μεγάλου Βεζίρη Χαλέτ Εφέντη για διάλυση κάθε επαναστατικής εστίας, ο Χουρσίτ Πασάς αναγκάζεται, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες συμβιβασμού, να βαδίσει εναντίον των Σουλιωτών με 14.000 άνδρες, συνάπτοντας σφοδρές μάχες. Οι Σουλιώτες, εφαρμόζοντας μια επιδέξια ελαστική άμυνα, ακολουθώντας τακτική σύμπτυξης προκειμένου να κερδίσουν χρόνο, αποσύρθηκαν στο Σούλι. Οργάνωσαν την αντίστασή τους στα εξωτερικά οχυρά του Σουλίου, τον Αβαρίκο, την Κιάφα, και τα Χόικα, αποτρέποντας κάθε προσπάθεια κατάληψής τους. Ο Χουρσίτ αποσύρθηκε στη Λάρισα, αναθέτοντας τη συνέχιση των επιχειρήσεων στον Ομέρ Βρυώνη.
Στο μεταξύ, αναλαμβάνοντας νέος πασάς της Ηπείρου, ο Ρεσίτ Πασάς Κιουταχής, θέλοντας να δώσει ένα τέλος στις επαναστατικές δράσεις στην περιοχή, ενέτεινε την πολιορκία του Σουλίου. Υπό την πίεση της συνεχούς πολιορκίας, οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Μάρκου Μπότσαρη.

                                                                       ΒΊΝΤΕΟ:



ΠΑΡΙΣ Κ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου