Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης

 

Ο Επίσκοπος   Κίτρους  Νικόλαος  Λούσης


    Ο  Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, αποτελεί σημαντική πρωταγωνιστική προσωπικότητα της επανάστασης του  1878, μια μορφή που ακολουθεί το δρόμο του υπέρ  πίστεως  και πατρίδας αγώνα και  της θυσίας των μεγάλων ιεραρχών του Γένους.

    Γεννήθηκε στη Στενήμαχο της Βόρειας Θράκης (Ανατολικής Ρωμυλίας), το 1840. Αφού σπούδασε στα σχολεία της  πατρίδας του και διακρίθηκε για την επιμέλεια, την επίδοση  στα γράμματα και το ήθος του, πήγε υπότροφος στη Ριζάρειο  Σχολή. Σπούδασε 5 χρόνια εκεί και στη συνέχεια επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου χειροτονήθηκε αρχιδιάκονος  από τον τότε Μητροπολίτη  Φιλιππούπολης. Από τη θέση αυτή θα παίξει έναν πολυδιάστατο ρόλο για το έθνος. Αγωνίζεται  κατά της επικράτησης  των Βουλγάρων, πολεμάει στην πρώτη γραμμή, στις επάλξεις της Ακρόπολης του Βορειοθρακικού Ελληνισμού, της Φιλιππούπολης.

   Όταν το 1868 κηρύχθηκε η επανάσταση  κατά των Τούρκων στην Κρήτη, ο Νικόλαος Λούσης, έφυγε από τη Φιλιππούπολη, ήρθε στα Χανιά ως δάσκαλος 
και πήρε μέρος σ’ αυτή, επικεφαλής σώματος εθελοντών. Μετά τη λήξη της επανάστασης έρχεται στην Κωνσταντινούπολη  και διδάσκει σε Λύκειο μέχρι το 1874.

   Η γνωριμία του με τον  Μητροπολίτη Θεσ/νίκης  Ιωακείμ, τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον έφερε στη Θεσ/νίκη, όπου η επισκοπική σύνοδος τον προήγαγε σε Επίσκοπο Κίτρους  τον Απρίλιο του 1875,  με έδρα τον Κολινδρό Πιερίας.

  


    Του  ικανού αυτού ιεράρχη έργο  είναι  η   επανάσταση  του Κολινδρού το Φεβρουάριο του 1878, την οποία ο ίδιος  είχε προσχεδιάσει και είχε αναλάβει υπεύθυνα από καιρό.

     Η επανάσταση αυτή  του Κολινδρού και του Λιτοχώρου   δεν έφερε το ποθητό αγαθό της ελευθερίας  στην περιοχή, αλλά πέτυχε την αναθεώρηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που «κατασκεύαζε»  τη Μεγάλη Βουλγαρία σε βάρος του Ελληνισμού  και επιτεύχθηκε η προσάρτηση  στα ελληνικά εδάφη, της Θεσσαλίας  κι ενός τμήματος  της Ηπείρου.   


   


   Ο επίσκοπος πικραμένος από την αποτυχία της επανάστασης, πήγε στη Θεσσαλία, όπου συνεργάστηκε με τους επαναστάτες  της και από εκεί στη Λαμία,  όπου κάτοικοι και αρχές τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.

    Δεν επέστρεψε στην έδρα του, τον Κολινδρό, αλλά αποσύρθηκε σ’ ένα σπίτι στον Πειραιά, όπου πέθανε από φυματίωση  στις 29 Ιουλίου 1882, σε ηλικία 42 μόλις  χρόνων.

    Η ελληνική κυβέρνηση  τον τίμησε μετά θάνατον, αποδίδοντας στο  νεκρό τιμές υποστρατήγου. Την κηδεία του παρακολούθησαν χιλιάδες λαού, βουλευτές, υπουργοί και ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης.

(Αναζήτηση και καταγραφή πληροφοριών από τους μαθητές της Δ΄τάξης Ευάγγελο Δριστά, Ευθυμία  Βεντούρη) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου